- πασσάλευε
- πασσαλεύωpegpres imperat act 2nd sgπασσαλεύωpegimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασσάλευ' — πασσάλευε , πασσαλεύω peg pres imperat act 2nd sg πασσάλευε , πασσαλεύω peg imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο … Dictionary of Greek